- φύκους
- φύ̱κους , φῦκοςseaweedneut gen sg (attic epic doric)φυκόωto be rougedimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυκοῦς — φυκόω to be rouged pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειχήνες — Βιολογική κοινοβιακή ένωση μεταξύ δύο μικροσκοπικών οργανισμών, ενός μύκητα και ενός φύκους ή ενός κυανοβακτηρίου, που συμβιούν κατά τρόπο αμοιβαία ωφέλιμο και αποτελούν μια δισυπόστατη αλλά αδιαίρετη βιολογική μονάδα. Οι μύκητες, που κυρίως… … Dictionary of Greek
PHUCARUM seu PHUCARIUM — PHUCARUM, seu PHUCARIUM φούκαρον vel φουκάριον, infimae Graeciae, fucus mulierum est; a voce prisca φῦκος, quâ nonnulli algam marinam puniceam intelligunt, eamque a feminisad fucum genis indendum adhibitam esse existimant. Sed hos Dioscorides… … Hofmann J. Lexicon universale
ζωστήρας — ο (AM ζωστήρ) 1. η ζώνη που περιβάλλει τη μέση, το ζωνάρι 2. καθετί που περιβάλλει σαν ζώνη κάτι άλλο 3. φρ. ιατρ. «ζωστήρας ή έρπης ζωστήρας» εξάνθημα τού δέρματος, είδος φυσαλλώδους δερματικής εκθύσεως νεοελλ. 1. η στρατιωτική ζώνη από την… … Dictionary of Greek
RADICULA — Graece Ρ῾ιζίον, absolute, aliter Συριακὸν ἄνθος, quod in Syria tantum nasceretur, φύκους et χρώματος nomine veteribus Graecis nota fuit, quod ex ea mulieres genis rubrô fucandis medicamentum conficerent. Plin. l. 19. c. 3. Trans Euphratem… … Hofmann J. Lexicon universale
παγκύνιον — παγκύνιον, τὸ (Α) είδος δηλητηριώδους φύκους τής θάλασσας το οποίο έχει μέγεθος μυρίκης και φέρει καρπό όμοιο με τον καρπό τής μήκωνος … Dictionary of Greek
ποάζω — Α [πόα] 1. ξεριζώνω τα άχρηστα βότανα, βοτανίζω 2. (για έδαφος) καλύπτομαι με χλόη, με χορτάρι («καὶ τὸ ἔδαφος ποάζον δι ἔτους», Στράβ.) 3. (για θάλασσα) έχω πρασινωπή επιφάνεια («τὸ πέλαγος ποάζειν τε τὴν ἐπιφάνειαν διαφαινομένου τοῡ μνίου καὶ… … Dictionary of Greek
πράσιο — το / πράσιον, ΝΑ [πράσον] είδος φυτού γνωστού με τη λόγια ονομασία πράσιον το κοινόν και με τις κοινές ονομασίες σήμερα ασπροπρασιά, βρωμοζάκι, καλάνθρωπος, μαρμαράκι, πικροπάνι και σκουλόχορτο νεοελλ. γένος θαμνωδών φυτών που ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
ρυτίφλοιος — ο, Ν βοτ. λόγια ονομασία ενός είδους φύκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. rhytiphloea tinctoria «ρυτίφλοιος η βαφική», που αποτελεί τη λόγια ονομασία τού φυτού] … Dictionary of Greek
σταυραστέρας — ο, και σταύραστρο, το, Ν βοτ. ονομασία φύκους τού γλυκού νερού … Dictionary of Greek